σύγκλινο

σύγκλινο
το
το κοίλο μέρος μιας πτυχής του φλοιού της Γης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… …   Dictionary of Greek

  • συγκλινόριο — το, Ν γεωλ. μεγάλο σύγκλινο στο οποίο έχουν υπερτεθεί μερικές μικρότερες πτυχές …   Dictionary of Greek

  • σύγκλινος — η, ο / σύγκλινος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το σύγκλινο γεωλ. πτύχωση μεγάλου εύρους σε σχήμα U που περικλείει τα νεώτερα πετρώματα στο κέντρο τού σχηματισμού μσν. αρχ. αυτός που κοιμάται στην ίδια κλίνη με άλλον αρχ. αυτός που ξαπλώνει στο …   Dictionary of Greek

  • τεκτονική — Κλάδος της γεωλογίας, που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της Γης. Ερευνά δηλαδή τα ρήγματα και τις πτυχές (ειδική τ.), τις δυνάμεις του εσωτερικού της Γης και τα φαινόμενα που προκάλεσαν τις διαταράξεις αυτές και οδήγησαν στη… …   Dictionary of Greek

  • αντίκλινο — Στη γεωλογία, σημαίνει μια τοξοειδή πτυχή των στρωμάτων του φλοιού της Γης με το κυρτό μέρος προς τα πάνω, αντίθετα προς το σύγκλινο. Αποτελείται από την κορυφή, δηλαδή το σημείο μέγιστης καμπυλότητας των στρωμάτων, και τις δύο πλευρές που… …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… …   Dictionary of Greek

  • φιόρδ — το άκλ. (λ. σκανδ.), στενόμακρος και λοξός κόλπος θάλασσας, που εισχωρεί βαθιά σε ορεινή ακτή και που έγινε από την εισβολή της θάλασσας σε παγετωνικό σύγκλινο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”